- σκληράς
- σκληρά̱ς , σκληρόςhardfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληρᾶς — σκληρός hard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσκληρίδιος — α, ο, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται ή εντοπίζεται στον μεταξύ σκληράς και αραχνοειδούς μήνιγγας τού εγκεφάλου ή τού νωτιαίου μυελού χώρο («υποσκληρίδιο αιμάτωμα») 2. φρ. «υποσκληρίδιος χώρος» ανατ. ο σχισμοειδής χώρος μεταξύ… … Dictionary of Greek
μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… … Dictionary of Greek
επισκληρίδιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο τμήμα τού σπονδυλικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ τής κυρίως σκληράς μήνιγγος και τού περιοστέου 2. φρ. «επισκληρίδιος χώρος» το κατώτερο τμήμα τού σπονδυλικού σωλήνα 3. «επισκληρίδια αναισθησία»… … Dictionary of Greek
παχυμηνιγγίτιδα — η 1. ιατρ. χρόνια φλεγμονή που προκαλεί πάχυνση τής σκληράς μήνιγγας 2. φρ. «χρόνια οστεωτική παχυμηνυγγίτιδα» (κτην.) παχυμηνιγγίτιδα αρκετά κοινή στους ηλικιωμένους σκύλους, που εντοπίζεται συνήθως στην οσφυϊκή μοίρα τού νωτιαίου μυελού.… … Dictionary of Greek
σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… … Dictionary of Greek
σκηνίδιο — το / σκηνίδιον, ΝΑ [σκηνή] υποκορ. μικρή σκηνή νεοελλ. ανατ. σχηματισμός που το σχήμα του θυμίζει σκηνή («σκηνίδιο τής παρεγκεφαλίδας» προέκταση τής σκληράς μήνιγγας, η οποία χωρίζει τους ηνιακούς λοβούς τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων από την… … Dictionary of Greek
υπόφυση — (Ανατ.). Σύνθετος νευροενδοκρινής αδένας με πολλαπλές λειτουργίες. Η υ. βρίσκεται σε μια οστέινη κοιλότητα στη βάση του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο, και χωρίζεται από την κρανιακή κοιλότητα με μια μεμβράνη της σκληράς μήνιγγος (μήνιγγες). Είναι… … Dictionary of Greek
φλεβώδης — ες / φλεβώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλέψ, φλεβός] 1. όμοιος με φλέβα 2. αυτός που έχει πολλές φλέβες («σάρξ νευρώδης ἢ φλεβώδης», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «φλεβώδης γωνία» ανατ. η συμβολή τών φλεβών έσω σφαγίτιδας και υποκλείδειας, όπου εκβάλλουν οι… … Dictionary of Greek